σκιαγράφημα

σκιαγράφημα
το
1. πρόχειρο σχέδιο, απεικόνιση σε γενικές γραμμές, σκίτσο.
2. περιγραφή ή αφήγηση σε γενικές γραμμές: Δεν έδωσε λεπτομέρειες του προγράμματός του, αλλά αρκέστηκε σε ένα σύντομο σκιαγράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκιαγράφημα — το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [σκιαγραφώ] 1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις 2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο νεοελλ. 1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία 2. (μαθ. φυσ.) το προϊόν …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφία — η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος] 1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα 2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα νεοελλ. 1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων 2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο …   Dictionary of Greek

  • απόσκιασμα — το (ΑΜ ἀποσκίασμα) η σκιά αρχ. σκιαγράφημα …   Dictionary of Greek

  • περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… …   Dictionary of Greek

  • σκίασμα — το, ΝΜΑ [σκιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (Ι) 2. καθετί που κάνει σκιά νεοελλ. 1. σκιαγράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο 2. (ζωγρ.) απόδοση τών εναλλαγών φωτός και σκιάς, ώστε το εικονιζόμενο αντικείμενο να παρασταθεί ανάγλυφα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • σκίτσο — Σχεδιάγραμμα, ή προσχέδιο με μολύβι, μελάνι ή και χρωστήρα. Στο σ. παρουσιάζεται η συνθετική πρόθεση ενός μελλοντικού μάλλον έργου, αν και στα νεώτερα χρόνια το σ. έγινε αυτοδύναμο σχέδιο, κυρίως το γελοιογραφικό. Τα σ. χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • σκιάγραμμα — το, Ν [σκιαγραφώ] το σκιαγράφημα …   Dictionary of Greek

  • Γκιγιό, Ζαν Μαρί — (Jean Marie Guyau, Λαβάλ, Μεν 1854 – Μαντόν, Προβάνς 1888). Γάλλος φιλόσοφος. Υποστήριζε μια ατομικιστική ηθική, η οποία στηρίζεται στη συμπάθεια και ανέχεται την υπέρβαση κάθε υποχρεωτικού χαρακτήρα που υπάρχει στις ηθικές πράξεις και γενικά… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόσμαν, Βασίλι Σεμιόνοβιτς — (Vasily Semyonovich Grossman,Μπερντίτσεφ 1905 – 1964).Ρώσος συγγραφέας. Εργάστηκε για μερικά χρόνια ως μηχανικός ορυχείων στο λεκανοπέδιο του Ντον και παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1934 με το μυθιστόρημα Οι μιναδόροι.Ακολούθησε Ο Στεπάν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”